- ανθίζω
- αμετ.1) цвести, расцветать; 2) перен. быть в цветущем состоянии; процветать: преуспевать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθίζω — ανθίζω, άνθισα, ανθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ανθίζω : στα ρεμπέτικα τραγούδια συναντάται ο παθητικός τύπος ανθίζομαι με την έννοια καταλαβαίνω, «παίρνω μυρωδιά» … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνθίζω — strew pres subj act 1st sg ἀνθίζω strew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθίζω — (AM ἀνθίζω) νεοελλ. 1. (για φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, είμαι γεμάτος λουλούδια 2. είμαι στην άνθησή μου, ακμάζω 3. ανθίζουμαι μυρίζομαι κάτι, υποπτεύομαι, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω αρχ. 1. σκορπίζω άνθη, στολίζω με άνθη 2. καλλωπίζω διακοσμώ 3.… … Dictionary of Greek
ανθίζω — άνθισα, ανθίστηκα, ανθισμένος (και ανθώ) 1. λουλουδίζω, αποκτώ άνθη: Τα περισσότερα δέντρα είχαν ανθίσει. 2. ακμάζω: Στην αρχαία Ελλάδα άνθισαν κάποτε τα γράμματα κι οι επιστήμες. 3. το μέσ., ανθίζομαι μυρίζομαι, παίρνω είδηση: Ανθίστηκα αμέσως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠνθισμένα — ἀνθίζω strew perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθισμένᾱ , ἀνθίζω strew perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθισμένᾱ , ἀνθίζω strew perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθιεῖ — ἀνθίζω strew fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνθίζω strew fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθιεῦσι — ἀνθίζω strew fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) ἀνθίζω strew fut ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίζει — ἀνθίζω strew pres ind mp 2nd sg ἀνθίζω strew pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίσαι — ἀνθίζω strew aor inf act ἀνθίσαῑ , ἀνθίζω strew aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνθισμένον — ἀνθίζω strew perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνθίζω strew perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανανθίζω — ανθίζω πάλι, βγάζω πάλι άνθη … Dictionary of Greek